γραφολογία

γραφολογία
η
η επιστήμη η οποία, μελετώντας το γραφικό χαρακτήρα του ανθρώπου βγάζει ορισμένα συμπεράσματα για τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τις ανθρώπινες ιδιότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… …   Dictionary of Greek

  • γραφολόγος — ο αυτός που έχει ειδικευθεί στην, ή ασχολείται με τη, γραφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. αγγλ. graphologist < graphology (πρβλ. γραφολογία). Η λ. γραφολόγοι πληθ. μαρτυρείται το 1886 από τον Ξενοφάνη στο περιοδικό Εστία] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • γραφογνωστική — η η γραφολογία …   Dictionary of Greek

  • γραφολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραφολογία …   Dictionary of Greek

  • γραφολογώ — ( έω) 1. ασχολούμαι με τη γραφολογία 2. καθορίζω τη γνησιότητα ή μη ενός εγγράφου …   Dictionary of Greek

  • γραφοτεχνία — η η γραφολογία …   Dictionary of Greek

  • γραφολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη γραφολογία και το γραφολόγο: Γραφολογικός έλεγχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”